- γαλονάς
- ο1) ирон. золотопогонник; 2) тот, кто изготовляет, нашивает галуны
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γαλονάς — ο [γαλόνι (Ι)] αξιωματικός ή υπαξιωματικός ο βαθμός τού οποίου φαίνεται από τα γαλόνια τής στολής του … Dictionary of Greek
γαλονάς — ο αυτός που φέρει γαλόνια, ο αξιωματικός, ο βαθμοφόρος στρατιωτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαλονάτος — ο ο γαλονάς … Dictionary of Greek